και για τα τραγούδια"

και για τα τραγούδια"

Τετάρτη 27 Αυγούστου 2008

08.08.28




TSILTSULEI PA' AMONIM


Το τραγούδι αυτό, της Ισραηλίτισσας Ahuva Ozeri, καμία σχέση δεν έχει με το γραφτό που ακολουθεί, μ αρέσει όμως ο ήχος της, το τραγούδισμά της και μου κάνει καλή παρέα.


Αστρικό

παράξενη που ‘ναι η ζωή (μου)
Απ τα άναρχα αστέρια της σκεπής, στης μοναξιάς μου το βυθό,
σαν ψάρι άϋλο χρυσό και μπλε και πράσινο
ν’ ακολουθώ τη σιωπηλή αχτίδα που γλιστράει
ως τα βάθη του είναι μου.

Απ’ το λευκό του γαλαξία που με κυκλώνει ασφυκτικά
και καθορίζει τα όριά μου, δραπετεύω
Κλεφτές ματιές αστραπιαίες που θέλω να κρατήσω αιώνια
να τις ρίξω στο βυθό μου
να τις ακολουθήσω στα όνειρά μου.

Παράξενη που ‘ναι η ζωή (μου)
όλο κοιτάει να δραπετεύει.
να ρίχνει κλεφτές ματιές ολούθε.
Να κοιτάει τις ζωές ξέγνοιαστων κολυμβητών
απλωμένες στον ήλιο της Μεσόγειος
αυτή πρέπει να είναι!
Η Μεσόγειος η ευλογημένη,
με τα κατάξερα καλοκαίρια και της θάλασσας το μοναδικό γαλάζιο.
Αυτή πρέπει να είναι!
Η Μεσόγειος η αγαπημένη
οι ελιές και τα τζιτζίκια,
παρέα του μεσημεριού, με το βασανιστικό τους ίσο, το αέναο.
.
Το Αιγαίο, αυτό πρέπει να είναι
με τα πέτρινα σπίτια τα χαμηλά
τις ξερολιθιές να πνίγονται στη σκόνη
και τα κίτρινα χωράφια να υπομονεύουν.

Τα κοιτάω από ψηλά και η κάμερα των ματιών κάνει plonger raide
αιχμαλωτίζει στιγμές ανθρώπινες, βλέμματα, υπομονετικά
να κοιτάνε τη θάλασσα, το άναρχο γαλάζιο της,
το ήρεμο κύμα της, ανατριχίλα στου ανέμου το χάδι το απαλό.
Βλέμματα κουρασμένα της ζωή που ξαποσταίνει στην άκρη του νερού.
Βλέμματα αγαπημένα να κοιτάνε το άλλο τους μισό
να το χαϊδεύουν, να κρατάνε για πάντα
την αιωνιότητα μιας στιγμής.

Ανεβαίνω ψηλά αγγίζω τ’ αστέρια
μεταφέρω τα χάδια των ανθρώπων
αντίδωρο στο θεό της μοναξιάς μου.
Ακούω το τραγούδι του βυθού στο βαθύ του πράσινο αφημένη.

Παράξενη που ‘ναι η ζωή (μου)
Μπαίνω στα σπίτια των ανθρώπων.
Το αδηφάγο μάτι μου κοιτά ει τη ζωή τους τις στιγμές τις τρυφερές τους,
τα σιωπηλά αγκαλιάσματα
στο ημίφως της ζεστής τους κάμαρας.
Τους αγαπώ.
Τους ακολουθώ.
Κάνω τη ζωή μου ένα μαζί τους.
Τους κοιτώ στα μάτια και αναριγώ.
Γνωστοί μου άγνωστοι, οικείοι.

Χρώματα ζεστά, πορφυρά απ’ της γης το χώμα
σχήματα χίλια μύρια, μικρά, μεγάλα
πιο μικρά και πιο μεγάλα
τα κρατώ και τα ξεχνώ σα να ήμουνα ζωγράφος.

Και πάλι από μια χαραμάδα του ματιού
η Θάλασσα! Μεγαλόπρεπα ανοίγεται μπροστά μου,
μεγαλώνει και απλώνει,
χαϊδεύει ακούραστα τους βράχους και τα φύκια,
τα σώματα που βυθίζονται μ' εμπιστοσύνη στη βελούδινη αγκαλιά της,
τα χρώματα που αντανακλούν την αντοχή της, τη σιωπή της.

Η θάλασσα της σιωπής μου
η θάλασσα της υπομονής μου
η θάλασσα της ανημποριάς μου.

Παράξενη που ‘ναι η ζωή μου!